Λίγα λόγια για το πρόγραμμα
Το πρόγραμμα «Πιο ψηλά από τα βουνά» έχει σαν σκοπό του μια εκτεταμένη εναέρια αρχαιολογική έρευνα πάνω από τα βουνά της Κρήτης με σκοπό τη δημιουργία ενός άτλαντα ιστορικών οικισμών, απλών κτισμάτων και συναφών πολιτιστικών κατασκευών.
Το πρόγραμμα εμπνέεται από τη θεώρηση πως ο χώρος που μας περιβάλλει και με τον οποίο αλληλεπιδρούμε συνεχώς, δεν είναι μια στατική οντότητα, αλλά το αποτέλεσμα σύνθετων σχέσεων και επιρροών μεταξύ των ανθρώπων (και του πολιτισμού τους), των ζώων και των τοπίων. Τα υλικά και τα απτά παράγωγα τέτοιων αλληλεπιδράσεων – που συχνά εμπεριέχουν περισσότερες μεταβλητές από αυτές που ήδη αναφέρθηκαν – βρίσκονται σε μια συνεχή διαδικασία αναδιαμόρφωσης ή ανανοηματοδότησης, ενώ άλλα εξαλείφονται, καταστρέφονται ή βρίσκονται σε κίνδυνο εξαιτίας της «ανάπτυξης» συγκεκριμένων περιοχών. Μερικές φορές όμως οι παλαιές κατασκευές στέκουν ακόμη ως οργανικά και εικονικά στοιχεία του τοπίου, μέσω μιας φυσικής διαδικασίας μνημειοποίησης, σχεδόν σαν απολιθώματα ή αλλιώς ως απολιθωμένα ανθρωπογενή τοπία. Η οργανική ενσωμάτωσή τους στο τοπίο που τα περιβάλλει είναι τέτοια, ώστε η παρουσία τους συχνά υποτιμάται, παρερμηνεύεται ή απλώς αγνοείται.
Η τάση να αγνοούνται τα παλαιά κτιστά ανθρωπογενή περιβάλλοντα, ακόμη και όταν η κατασκευή τους σε δυσπρόσιτα ορεινά σημεία πολλαπλασιάζει την αξία τους ως καταλοίπων πολιτιστικής κληρονομιάς, προκαλείται – και παραδόξως προκαλεί – και ευνοείται από την άγνοια του σκοπού τους: τι είναι αυτή η κατασκευή· ήταν πάντα έτσι· ποιος την έκτισε· γιατί κτίστηκε και γιατί εδώ· τη χρησιμοποιεί ακόμη κάποιος· πόσο συχνά και για ποιούς σκοπούς;
Σύμφωνα με τους Knapp και Ashmore, το τοπίο είναι «μια οντότητα η αρετή της οποίας γίνεται αντιληπτή, βιώνεται και πλαισιώνεται από τον άνθρωπο». Εάν οι ανεξάρτητες σχέσεις που οι άνθρωποι διατηρούν με τις φυσικές, κοινωνικές και πολιτιστικές διαστάσεις των περιβαλλόντων τους δια μέσου του χώρου και πέραν του χρόνου διασπαστούν, το τοπίο αυτό καθαυτό χάνει την πολιτισμική του ταυτότητα, και το πιο σημαντικό, χάνονται σελίδες της ιστορίας και του πολιτισμού των ορεσίβιων πληθυσμών. Η φιλοδοξία της προτεινόμενης μελέτης είναι να γεφυρώσει το χάσμα που υπάρχει στη σύγχρονη γνώση περί των εγκαταλελημμένων ορεινών χωριών, χρησιμοποιώντας τις παραδοσιακές γεωμορφολογικές και τις πιο φαινομενολογικές ή πολιτιστικές απόψεις για το τοπίο με σταθερές προερχόμενες από την εθνογραφία. Η σχέση μεταξύ ανθρώπων και γης είναι πάντα υπαρκτή και δυναμική και μια τέτοια σχέση συνεπάγεται συνέργεια ανθρώπου και περιβάλλοντος και όχι παθητικότητα. Πρόκειται για ένα είδος «ταφονομικής» προοπτικής, εφαρμοσμένης στη μελέτη των τοπίων, σύμφωνα με την οποία η εξέλιξη του τοπίου «συμμετέχει στην απαραίτητη διασύνδεση μεταξύ πολιτιστικών και φυσικών διαδικασιών». Την ίδια στιγμή, η δομή του τοπίου πρέπει να αναγνωριστεί και να αναλυθεί ποσοτικά πριν γίνουν κατανοητές οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των υποδειγμάτων του τοπίου και των οικολογικών διαδικασιών. Τα περισσότερα τοπία έχουν επηρεαστεί από τη χρήση από τον άνθρωπο και το επακόλουθο μωσαϊκό είναι ένα μείγμα ψηφίδων φυσικής και ανθρωπογενούς προέλευσης που διαφέρουν μεταξύ τους σε μέγεθος, σχήμα και διευθέτηση.